ζωπυρίων

ζωπυρίων
ζωπύρια
bellows
neut gen pl
ζωπύριον
bellows
neut gen pl
ζωπυρέω
kindle into flame
pres part act masc nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ζωπυρίων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζωπυρίων — (1ος αι. μ.Χ.). Γραμματικός και λεξικογράφος. Σχεδίαζε να γράψει λεξικό των αυτοκρατορικών χρόνων της ρωμαϊκής εποχής με τον τίτλο Περί γλωσσών, ήτοι λέξεων, από 95 βιβλία, από τα οποία έγραψε τα πρώτα, δηλαδή το τμήμα Α Δ. Αποσπάσματα του έργου… …   Dictionary of Greek

  • Ζωπύριον — Ζωπυρίων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”